- ἀποτμητέον
- ἀπο-τμητέον,A one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R.373d; one must excise,
τὴν μήτραν Sor.2.89
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν μήτραν Sor.2.89
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποτμητέον — one must cut off masc acc sg ἀποτμητέον one must cut off neut nom/voc/acc sg ἀποτμητέος masc/fem acc sg ἀποτμητέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)